Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(τοῦ ῥήματος

См. также в других словарях:

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… …   Dictionary of Greek

  • όμηρος — Πρόσωπο που κρατείται ως εγγύηση για την τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς από μέρους του κράτους στο οποίο ανήκει ή των πολιτών του. Η πρακτική της ομηρίας προς εξασφάλιση του σεβασμού των συνθηκών συναντάται στην αρχαιότητα, στα κράτη της Πρόσω… …   Dictionary of Greek

  • αντικείμενο — (Γραμμ.).Ουσιαστικό (αλλά και οποιοδήποτε μέρος του λόγου ή και ολόκληρη πρόταση, που λαμβάνονται ως ουσιαστικά) που τίθεται σε πλάγια πτώση απροθέτως, ως ολοκλήρωση του νοήματος που εκφράζει το ρήμα. Ρήματα που εκφράζουν την απλή ύπαρξη, την… …   Dictionary of Greek

  • όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… …   Dictionary of Greek

  • -τέος — α, ο / τέος, α, ον, ΝΜΑ καταλήξεις ρηματικών επιθέτων με τις οποίες δηλώνεται ότι πρέπει ή οφείλει να γίνει το σημαινόμενο τού ρήματος. Το επίθημα σε τέος, αβέβαιης ετυμολ., φαίνεται ότι αρχικά δεν είχε καμία σχέση με την κατάληξη τός. Μια… …   Dictionary of Greek

  • ορίνω — ὀρίνω (Α) (ποιητ. τ.) 1. εγείρω, σηκώνω 2. προκαλώ έκπληξη, ταραχή, τρόμο σε κάποιον, ταράζω 3. παροτρύνω, παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι 4. μτφ. διεγείρω, εξερεθίζω («τοῑσι δὲ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το… …   Dictionary of Greek

  • συνταγματικός — ή, ό / συνταγματικός, ή, όν, ΝΑ [σύνταγμα, ατος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνταγμα μιας χώρας 2. ο σύμφωνος ή ο συμμορφούμενος με το σύνταγμα («ο νόμος δεν είναι συνταγματικός») 3. αυτός που απορρέει από το σύνταγμα… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • Ινδοευρωπαίοι — Ονομασία των λαών που ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική ομάδα. Περιλαμβάνει τις γλώσσες που ομιλούνται στην Ευρώπη και στην Ασία και έχουν κοινή γλωσσική καταγωγή. Η έννοια Ι. γεννήθηκε τον 19ο αι., όταν η μελέτη του ινδουισμού οδήγησε πολλούς… …   Dictionary of Greek

  • ΠΡΟΛΟΓΟΣ —         Ο στόχος της εργασίας αυτής είναι να αποδοθούν τα κυριότερα χαρακτηριστικά της κλίσης των 4.500 βασικών ρημάτων της κοινής νεοελληνικής (χωρίς διαλεκτικά στοιχεία). Η ιδιαιτερότητα (και η χρησιμότητα) της εργασίας έγκειται, πιστεύουμε,… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»