-
1 форма
-ы θ.1. μορφή, σχήμα•земля имеет -у шара η γη έχει σχήμα σφαιρικό•
форма куба σχήμα κύβου•
придать -у προσδίδω μορφή.
|| πλθ. -ы η ανθρώπινη φιγούρα, η σιλουέτα, σουλούπι.2. είδος, τύπος•форма правления μορφή διοίκησης•
-ы стоимости μορφές αξίας•
-ы энергии μορφές ενέργειας•
острая форма ревматизма οξεία μορφή ρευματισμού.
3. (φιλοσ.) εξωτερική όψη ή σχήμα•форма и содержание η μορφή και το περιεχόμενο.
4. εμφάνιση•по -е правильно, по существу издевательство φαινομενικά είναι σωστό, αλλά στην ουσία είναι κοροίδία.
|| βλ. жанр.5. τύπος, καλούπι,φόρμα, μήτρα.6. στολή•парадная форма στολή παρέλασης•
военная форма στρατιωτική στολή.
7. πρότυπο, υπόδειγμα, τύπος•форма заявления υπόδειγμα αίτησης•
форма протокола υπόδειγμα πρακτικών.
8. (γλωσ.) μορφή•неопределнная глагола το απαρέμφατο (ρήματος)•
личные -ы глагола οι ρηματικές μορφές του ρήματος ή τα πρόσωπα του ρήματος•
падежные -ы имн οι πτωτικές μορφές των ουσιαστικών ή οι πτώσεις των ουσιαστικών.
9. (μαθ.) κάθε παράσταση συμβόλων αυτή καθ εαυτή.εκφρ.- ы мышления – (φιλοσ.) μορφές σκέψης•- ы общественного сознания – μορφές κοινωνικής συνείδησης (πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές κλπ.) малые -ы (θεατρ.) μικρά δραματικά είδη•в -е – ευνοίκό περιβάλλο (για ανάπτυξη ικανοτήτων, δύναμης)•по (ή во) всей -е – α) όπως πρέπει, β) παλ. πλήρως, τελείως. -
2 вид
1. (на чертеже) η όψη- - в разрезе - σε τομή- εν τομή2. мат. η μορφή 3. (колебаний, волн, импульсов) η μορφή 4. (внешний) η όψη, το παρουσιαστικό, η εμφάνισητο ύφος5. биол. το είδος 6. грам. η μορφ/ήсовершенный - глагола τετελεσμένη/στιγμιαία - του ρήματος (π.χ. ο αόριστος, παρακείμενος7. (на жительство) η άδεια παραμονής 8. (род, сорт, форма, состояние) η μορφή, το είδοςв письменном - е γραπτά, γραπτώςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вид
-
3 μεταλαμβάνω
μεταλαμβάνω impf. μετελάμβανον; fut. inf. μεταλήμψεσθαι Wsd 18:9; 2 aor. μετέλαβον; inf. μεταλαβεῖν; ptc. μεταλαβών; pf. μετείληφα (‘have a share, receive’; Pind., Hdt.+)① to share or participate in someth., have a share in w. gen. of the thing (so as a rule; s. B-D-F §169, 1; Rob. 510; 519) καρπῶν receive one’s share of the crops 2 Ti 2:6 (Paroem. Gr.: Zenob. [II A.D.] 5, 71 ἔφη μὴ μεταλήψεσθαι τὸν δεσπότην τοῦ καρποῦ). τῶν ἐπηγγελμένων δωρεῶν 1 Cl 35:4. τῆς τιμῆς Dg 3:5. εὐλογίας Hb 6:7. τῆς ἁγιότητος 12:10. μετειληφότες πράξεων have a share in the (blessings of the) deeds 1 Cl 19:2. τῆς ἐν Χριστῷ παιδείας 21:8. τοῦ ῥήματος τοῦ δικαίου Hv 3, 7, 6. τοῦ πνεύματος 2 Cl 14:3b, 4 (contrast the use w. acc. 2 below). τοσαύτης χρηστότητος since we have shared in such great kindness 15:5. τοῦ ἐλέους Ἰησοῦ share in the mercy of Jesus 16:2.—Esp. μ. τροφῆς (Jos., Bell. 2, 143; PRyl 77, 19 τροφῶν μεταλαβεῖν; TestAbr B 13 p. 117, 22 [Stone p. 82] βρώσεως καὶ πόσεως) take/eat food Ac 2:46; 27:33f. τοῦ ἄρτου AcPl Ha 7, 9 (cp. Just., A I, 65, 5 ἀπὸ ἄρτου).② to come into possession of someth., w. acc. of thing (Eur., Pla. et al.; Diod S 5, 75, 1 τὴν εἰρήνην; PTebt 79, 49; PAmh 39, 6; Jos., Bell. 2, 1) receive, τὸ αὐθεντικόν receive the original 2 Cl 14:3a. ζωήν receive life 14:5. τὰ κτίσματα τοῦ θεοῦ take possession of what God has created Hv 3, 9, 2; καιρὸν μ. have an opportunity = find time (Polyb. 2, 16, 15; Diod S 19, 69, 2; Jos., Ant. 4, 10) Ac 24:25.—M-M. TW. -
4 νόος
νόος, νόου, ὁ, [dialect] Att. [var] contr. [full] νοῦς, gen. νοῦ: Hom. uses the [var] contr. form once, in nom., Od.10.240, cf. Hes.Fr. 205 (Hdt. never): Trag. use [var] contr. form, exc. in A.Ch. 742 (iamb.), S.Ph. 1209 (lyr.): [dialect] Aeol. gen.Aνῶ Alc.Supp.9.1
; acc. νῶν Sapph.ib.25.2; νόον Ead.70 (s.v.l.): heterocl. forms are found in NT and later writers, gen.νοός Ep.Rom.7.23
, LXX 4 Ma.1.35; dat.νοΐ 1 Ep.Cor.1.10
, [Aristid.] Or.35(9).26; nom. pl.νόες Ph.1.86
, Plot.6.7.17, Dam.Pr.96; acc. pl.νόας Plu. Fr.7.27
, Iamb.Myst.1.15, Ammon.in Int.243.3 (v.l.), Dam.Pr. 103: [dialect] Att. pl. νοῖ, acc. νοῦς, gen. νόων ib. 122, dat. νοῖς ibid., is rare in early writers, as Ar.Fr. 471, but freq. in later philosophy:1 mind, as employed in perceiving and thinking, sense, wit,οὐ λῆθε Διὸς πυκινὸν ν. Il.15.461
;ν. πολυκερδέα Od.13.255
;ν. ὁρῇ καὶ ν. ἀκούει, τἄλλα κωφὰ καὶ τυφλά Epich.249
, cf. S.OT 371; prudently,Od.
6.320; senselessly,Il.
20.133; wisely,Hdt.
8.86, 138; ξὺν νῷ with play on ξυνῷ, Heraclit.114 ( νόῳ codd. Stob.);ξὺν νῷ ἑλομένῳ Pl. R. 619b
;οὐδενὶ ξὺν νῷ Id.Cri. 48c
;μηδενὶ ξὺν νῷ Ar.Nu. 580
;τοῦ νοῦ χωρίς S.OT 550
;τοῦ ν. κενός Id.OC 931
; νόῳ λαβεῖν τι to apprehend it, Hdt.3.51; νόῳ σχεῖν, ἔχειν, recall, remember, Id.5.92.ή, Pl.R. 490a;κοινὸς ν. Phld.Rh.1.37
S., Arr.Epict.3.6.8; ἀγαθὸς ν., σπουδαῖος ν., Phld.Rh.2.61, 1.252 S.2 νοῦν ἔχειν in two senses,a to have sense, be sensible, S.Tr. 553, El. 1013, 1465, Ar.Ra. 535, etc.;ὁ νοῦς ὅδ' αὐτὸς ν. ἔχων οὐ τυγχάνει E.IA 1139
; so ν. ὀλίγον κεκτημένος Ar.Ec. 747;σμικρὸν νοῦ κεκτῆσθαι Pl.Lg. 887e
; impers.,τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει ν. οὐδένα S.Ant.68
, cf. Pl.Ti. 68b; cf. νουνεχόντως.b νοῦν or τὸν ν. ἔχειν to have one's mind directed to something,ἄλλοσ' ὄμμα, θητέρᾳ δὲ ν. ἔχειν S.Tr. 272
, cf. Sapph.Supp.25.2;τὸν ν. πρὸς αὑτὸν οὐκ ἔχων, ἐκεῖσε δέ E.Ph. 1418
;δεῦρο ν. ἔχε Id.Or. 1181
; ; ποῦ τὸν ν. ἔχεις; Ar.Ec. 156; τὸν ν. ἔχειν πρός τινα or τι (like προσέχειν τὸν ν.) Th.7.19, Pl.Grg. 504d; , etc.;περί τινος Id.R. 534b
;ἐν πέρδιξιν AP7.206
(Damoch.): conversely, ἐπὶ νοῦν ἐλθεῖν τινι to occur to one, D.H.3.15, Arr.An.7.24.3.3 mind, more widely, as employed in feeling, deciding, etc., heart,χαῖρε νόῳ Od.8.78
;κεῦθε νόῳ Il.1.363
;[χόλος] οἰδάνει νόον 9.554
;ἐνὶ στήθεσσιν ἀτάρβητος ν. ἐστί 3.63
; ν. ἔμπεδος, ἀκήλητος, ἀπηνής, 11.813, Od.10.329, 18.381; ν. εὐμενής, ἄγναμπτος, etc., Pi.P.8.18, A.Pr. 164 (lyr.), etc.;πολλῶν ἀνθρώπων νόον ἔγνω Od.1.3
; ἐκ παντὸς νόου with all his heart and soul, Hdt.8.97; τῷ νῷ.. κἀπὸ τῆς γλώσσης in heart as well as tongue, S.OC 936: freq. in phrase κατὰ νόον according to one's mind, Hdt.1.117, 7.104; (anap.);πράξειας κατὰ ν. τὸν ἐμόν Id.Fr. 469
(anap.);κατὰ ν. πράξας Ar.Eq. 549
; , cf. Pl.Euthphr.3e.4 mind, resolve, purpose, ἀγαθῷ νόῳ, i.e. kindly, Hdt.1.60; τί σοι ἐν νόῳ ἐστὶ ποιέειν; what do you intend to do? ib. 109;ἡμῖν ἐν ν. ἐγένετο εἰπεῖν Id.9.46
; ἐν ν. ἔχειν c. [tense] fut. inf., to intend.., Id.1.10 (v.l.): c. [tense] pres. inf., ib. 27, Pl.R. 344d; ποιέειν τι ἐπὶ νόον τινί to put into his mind to do.., Hdt.1.27; ἐπὶ νόον τρέπειν τινί .. Id.3.21;ταύτῃ <ὁ> ν. ἔφερε Id.9.120
.5 reason, intellect,νόου φρενί Xenoph.25
, cf. Parm.16.2, etc.;θεῖος ν. Democr.112
, cf. Id. ap. Arist. de An. 404a28; opp. δόξα, Pl.Ti. 51d, cf. Arist. de An. 428a5.b Mind as the active principle of the Universe, Anaxag. 12, etc.;Θαλῆς νοῦν τοῦ κόσμου τὸν θεόν Placit.1.7.11
;ἡ τοῦ κόσμου γένεσις ἐξ ἀνάγκης καὶ νοῦ συστάσεως Pl. Ti. 48a
, cf. Sph. 249a, Phlb. 30c, Arist.Metaph. 1072b20, de An. 430a17, Zeno Stoic.1.28, Plot.5.1.4.II act of mind, thought, ; ; .III sense, meaning of a word, etc.,οὗτος ὁ νόος τοῦ ῥήματος Hdt.7.162
, cf. Ar.Ra. 1439, Plb.5.83.4, Phld.Rh. 1.106 S., etc.; ὁ νόος τῆς θυσίης cj. for νόμος in Hdt.1.216; meaning of a work of art, Philostr.VA4.28;πολὺς ν. ἐν ὀλίγῃ λέξει συνέσταλται Plu.2.510e
; πρὸς τὸν αὐτὸν νοῦν to the same effect, Str.15.3.7; πρὸς νοῦν οὐδὲν λέγοντες to the point, Phld.Mus.p.96K.; senseless,Id.
Po.5.29.IV Pythag. name for μονάς, Theol.Ar.6. (Etym. dub.; the pr.n.Πολυνόϝα IG9(1).870
hardly proves νόϝος.) -
5 изволить
ρ.δ.1. παλ. θέλω, επιθυμώ•чего -те? τι επιθυμείτε;
2. χρησιμοποιείται με απαρέμφατο άλλου ρήματος αντί των προσώπων αυτού του ρήματος και εκφράζει: εκτίμηση, φιλοφροσύνη, αβρότητα, δυσαρέσκεια, αγανάκτηση, μομφή, ειρωνεία•господд -ят спать τα αφεντικά κοιμούνται•
-ите с£ми судить κρίνετε μονάχοι σας•
вы -ите шутить αστειεύεστε•
-ите ли видеть βλέπετε;•
вместо того, чтобы работать, вы все -ите полживать αντί να δουλεύετε, όλοι. σας το πιάσατε ξαπλωταριά,
προστκ. изволь(те) σημαίνει,: α) καλά•-те, остинусь ещё на час καλά, θα περιμένω ακόμα μια ώρα•
изволь, я согласен καλά, είμαι σύμφωνος, β) να, πάρε, ωρίστε•
дайте мне папиросу. изволить извольте δόστε μου ένα τσιγάρο. -ωρίστε. γ) προσταγή•
-те выйти βγήτε έξω•
-те сначала поучиться, а потом другим указывать πρώτα να μάθετε εσείς καλά και μετά να υποδείχνεται στους άλλους.
-те! παρακαλώ!
εκφρ.чего -ите? – παλ. τι επιθυμείτε; -
6 χρόνος
ο1) время;χρόνος βραχύς (μακρός) — короткое (долгое) время;
πολύς χρόνος — а) много времени; — б) давно;
από πολλού χρόνου — с давних пор, давно;
2) год;διάστημα ενός χρόνου — годичный срок;
κάθε χρόνο — каждый год; — год за годом;
τον ιδιο χρόνο — в том же году;
μέσα στο χρόνο — в течение года;
ένα χρόνο περίπου — около года;
ένα χρόνο πρίν... — за год до...;
μέσα σ' ένα χρόνο — за год, в течение года;
μετά από ένα χρόν — через год, год спустя;
δυό φορές το χρόνος — два раза в год;
3) πλ. эпоха, период, времена;αρχαίοι χρόνοι — древние времена;
νέοι χρόνοι — новые времена;
4) муз. такт;κρατώ τον χρόνο — выдерживать такт;
5) грам, время;χρόνοι τού ρήματος — времена глагола;
6) долгота (слога);πρώτος χρόνος — краткий слог;
§ тоб χρόνου — в будущем году;
καί τού χρόνου! — чтобы и в будущем году всё было хорошо!;
από χρόνου — с будущего года;
προ χρόνων — очень давно, много лет назад;
χρόνο με το χρόνο — из года в год;
απάνω στο χρόνο — исполнился год, как...;
καλό χρόνο ναχεις! — будь счастлив!;
κακό χρόνο νδχεις! — чтоб тебе пусто было!;
ο χρόνος να μη σ' ευρη! — чтоб тебе и года не прожить!;
μάς αφησε χρόνους — он приказал долго жить;
καθ' όν χρόνον — в то время как, когда;
συν τω χρόνω — или προϊόντος τού χρόνου — со временем, с течением времени
-
7 συνακολουθέω
A follow along with or closely, accompany,τῇ στρατιᾷ Th.6.44
, cf. Hyp.Lyc.6, BGU1755.3 (i B.C.), Ev.Marc.14.51, etc.;σ. τινὶ οἴκαδε Ar.Pl.43
;πρὸς τὴν θεόν Id.Ra. 400
;μετὰ τοῦ στρατηγοῦ Isoc.4.146
.2 follow with the mind, attend to,σ. ταῖς τύχαις Arist.EN 1100b4
; follow an argument completely, , Lg. 629a; σ. τινί τι follow him in a matter, ib. 792c; τισι Arist. Ph. 188b26, Thphr.Sens.72.II of effects, follow closely upon the cause,πάντα σ. τῷ τοῦ παντὸς παθήματι Pl.Plt. 274a
;μετὰ τοῦ ῥήματος.. σ. τὰς ἡδονάς Id.R. 464a
;σ. τοῖς πλούτοις ἄνοια καὶ μετὰ ταύτης ἀκολασία Isoc.7.4
, cf. Arist.Mete. 370b10, Gal.18(2).135.III in the Logic of Arist., follow necessarily with a term, be involved in it, APr. 52b11; to be mutually implied,σ. αἱ ἀρχαί Metaph. 1085a16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνακολουθέω
-
8 ἀναπλήρωσις
A filling up, means of filling up,τῆς ἐνδείας Arist.EN 1118b18
;τοῦ λείποντος A.D.Synt.250.18
;τῶν κενουμένων τάξεων Ph.2.382
.2 satisfying,τῆς ἐπιθυμίας Arist. Pol. 1267b4
; satisfaction of the wants and appetites, Id.EN 1173b8.II (from [voice] Pass.) becoming full, overflowing, of the Nile, Thales ap.Ath.Epit.ad fin. lib. ii (vol. i p.278 Schw.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναπλήρωσις
-
9 ἐπιβατεύω
A set one's foot upon, occupy, c. gen.,Συρίας Plu.Ant.28
, cf. Luc.Cont. 2: metaph., take one's stand upon, τοῦ Σμέρδιος οὐνόματος ἐπιβατεύων usurping it, Hdt.3.63, cf. 67,9.95;τῆς ἡγεμονίας D.C.79.7
; τὸτῆς οὐσίας ἓν -εῦον Dam.Pr.88
; τούτου ἐ. τοῦ ῥήματος rely upon.., Hdt.6.65.II. to be an ἐπιβάτης, passenger or soldier on board ship, ἐ.ἐπὶ [νεῶν] ib.15, al., Luc.Par.46; : c.dat., Ar.Ra.48 (with an obscene allusion, cf.ἐπιβαίνω A. 111.3
).2. mount,τοῦ θρόνου Philostr.VS2.8.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβατεύω
-
10 επιβατευω
1) ( о пассажирах или воинах) находиться на судне, плавать(ἐπὴ νεώς Her.; ἐπὴ νηΐ Plat. и νεώς Luc.)
2) досл. опираться, перен. основываться(τούτου τοῦ ῥήματος Her.)
3) всходить, садиться (словно на корабль)(τινί Arph.)
4) захватывать, завладевать(Συρίας Plut.; τῶν βασιλείων τινός Luc.)
5) обманом присваивать себе(τοῦ Σμέρδιος οὐνόματος Her.)
-
11 ρημα
- ατος τό [εἴρω II]1) сказанное, слова, речьὁ νόος τοῦ ῥήματος Her. — смысл сказанного;
ὡς τοῖς ῥήμασι λέγεται Plat. — как это говорится;κατὰ ῥ. Aeschin. — слово в слово, дословно2) слово, изречение(τοῦ Πιττακοῦ Plat.)
3) предложение, фраза4) грам. глагол5) грам. инфинитив Sext.6) вещь, событие, обстоятельство -
12 σεμνότης
A solemnity, dignity,σεμνότητ' ἔχει σκότος E.Ba. 486
, cf. X.Cyr.8.3.1, Isoc.12.242, Pl.Mx. 235b;ἡ σ. τοῦ ῥήματος D.Prooem.45
; [ τῆς λέξεως] Arist.Rh. 1408b35; ἡ τοῦ τόπου ς. Milet.1(9).368; also of persons, seriousness, dignity,ἐπὶ τῆς σ. αὐθάδεις ὑπολαμβάνεσθαι D.61.14
, cf. Arist.Rh. 1391a28, Ep.Tit.2.7, 1 Ep.Ti.2.2: in pl.,σ. οὐκ ἀληθιναὶ ἀλλὰ πεπλασμέναι Isoc.6.98
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σεμνότης
-
13 νοος
стяж. νοῦς ὅ1) мысль, ум, разумἐν νῷ ἔχειν τινά Plat. — мысленно представлять себе (т.е. помнить) кого-л.;
νοῦν ἔχειν πρός τι Arph. — направить свою мысль (обратить внимание) на что-л.2) ум, благоразумие, рассудительность, здравый смыслνόῳ Hom. и σὺν νόῳ Her. — разумно, рассудительно, с толком;
νοῦν ἴσχειν περί τι Plat. — смыслить (разбираться) в чем-л.;ὅσοι καὴ σμικρὸν νοῦ κέκτηνται Plat. — у кого есть хоть немного ума;περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα Soph. — делать невыполнимое бессмысленно;νοῦν σχές Soph. — образумься;ἐν τῷ ἰδίῳ νοΐ NT. — по собственному разумению3) замысел, намерение, думаνόον νοεῖν или βουλεύειν Hom. — возыметь мысль, вознамериться;
λέξατε πρός με τί ἐν νῷ ἔχετε Xen. — скажите мне, что вы имеете в виду4) перен. душа, сердце, грудьμέ κεῦθε νόῳ Hom. — не таи в душе5) мнение, образ мыслейτῷ νῷ λέγειν Soph. — говорить по убеждению;ἀγαθῷ νόῳ Her. — благосклонно, радушно6) желание, воляταύτῃ ὅ νόος ἔφερε Her., — таково же было (и его) желание;
εἰ τεθήσεται κατὰ νοῦν τὰ πράγματα Thuc. — если обстоятельства сложатся как желательно7) смысл, значение(τοῦ ῥήματος Her.)
8) филос. (в идеалистич. системах древности) мировой разум(πάντα ὅ ν. διεκόσμησε Diog.L.) или мыслительное начало, принцип мышления
λέγω δὲ νοῦν ᾧ διανοεῖται καὴ ὑπολαμβάνει ἥ ψυχή Arst. — я называю умом то, чем душа мыслит и воспринимает -
14 σεμνοτης
- ητος ἥ1) торжественность, пышность, величавость(τῆς ἐξελάσεως Xen.; τοῦ ῥήματος Dem.)
σεμνότητ΄ ἔχει σκότος Eur. — в темноте есть (какая-то) торжественность2) сдержанность, скромность Eur.3) серьезность, важность(σ. καὴ βαρύτης Arst.)
4) напыщенность(σ. φιλόσοφος Luc.)
5) благочестие -
15 средний
1. (о значении, положении, качестве) μέσος, μεσαίος 2. (промежуточный по своим признакам, свойствам и т.п. между двумя крайними величинами) μέσ/ος 3. (ο качестве) μέτριος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > средний
-
16 отглагбльный
отглагбльн||ыйприл грам. ρηματικός, τοῦ ρήματος:\отглагбльныйое существительное τό ρηματικό παράγωγο, τό ρηματικό ούσιαστικόν \отглагбльныйое прилагательное τό ρηματικό ἐπίθετο. -
17 возвратный
επ.1. της επιστροφής, της επανόδου•возвратный путь οδός επιστροφής•
на -ом пути στην επιστροφή, επιστρέφοντας.
|| υπόστροφος•возвратный тиф υπόστροφος τύφος.
2. με επιστροφή•-ая ссуда δάνειο με επιστροφή.
3. (γραμμ.):-ое местоимение αυτοπαθής αντωνυμία•
возвратный глагол ρήμα παθητικό (παθητικής φωνής)•
-ая форма глагола η παθητική φωνή•
возвратно-средний глагол ρήμα μέσης διάθεσης•
возвратный залог глагола η παθητική διάθεση του ρήματος.
-
18 совершенный
επ., βρ: -шенен, -шнна, -о.1. τέλειος, εντελής, άρτιος• υπέροχος•-ая красота υπέροχη (ολοκληρωμένη) ομορφιά.
2. πλήρης, απόλυτος•-ое равнодушие πλήρης αδιαφορία•
-ое сходство πλήρης (άκρα) ομοιότητα.
|| πραγματικός, γνήσιος.3. παλ. ενήλικος.επ. совершенный вид (γραμμ.) στιγμιαία μορφή του ρήματος (ρ. σ.), μέλλοντας στιγμιαίος, αόριστος, απαρέμφατο. -
19 страдательность
-и θ. (γραμμ.) η παθητική διάθεση του ρήματος. -
20 πρόταξις
II prefixing, ἐν π. εἶναι τοῦ ῥήματος, opp. ἐν ὑποτάξει, A.D.Adv.125.7, al.: pl., dub. in Id.Synt.199.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόταξις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
όμηρος — Πρόσωπο που κρατείται ως εγγύηση για την τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς από μέρους του κράτους στο οποίο ανήκει ή των πολιτών του. Η πρακτική της ομηρίας προς εξασφάλιση του σεβασμού των συνθηκών συναντάται στην αρχαιότητα, στα κράτη της Πρόσω… … Dictionary of Greek
αντικείμενο — (Γραμμ.).Ουσιαστικό (αλλά και οποιοδήποτε μέρος του λόγου ή και ολόκληρη πρόταση, που λαμβάνονται ως ουσιαστικά) που τίθεται σε πλάγια πτώση απροθέτως, ως ολοκλήρωση του νοήματος που εκφράζει το ρήμα. Ρήματα που εκφράζουν την απλή ύπαρξη, την… … Dictionary of Greek
όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… … Dictionary of Greek
-τέος — α, ο / τέος, α, ον, ΝΜΑ καταλήξεις ρηματικών επιθέτων με τις οποίες δηλώνεται ότι πρέπει ή οφείλει να γίνει το σημαινόμενο τού ρήματος. Το επίθημα σε τέος, αβέβαιης ετυμολ., φαίνεται ότι αρχικά δεν είχε καμία σχέση με την κατάληξη τός. Μια… … Dictionary of Greek
ορίνω — ὀρίνω (Α) (ποιητ. τ.) 1. εγείρω, σηκώνω 2. προκαλώ έκπληξη, ταραχή, τρόμο σε κάποιον, ταράζω 3. παροτρύνω, παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι 4. μτφ. διεγείρω, εξερεθίζω («τοῑσι δὲ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το… … Dictionary of Greek
συνταγματικός — ή, ό / συνταγματικός, ή, όν, ΝΑ [σύνταγμα, ατος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνταγμα μιας χώρας 2. ο σύμφωνος ή ο συμμορφούμενος με το σύνταγμα («ο νόμος δεν είναι συνταγματικός») 3. αυτός που απορρέει από το σύνταγμα… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
Ινδοευρωπαίοι — Ονομασία των λαών που ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική ομάδα. Περιλαμβάνει τις γλώσσες που ομιλούνται στην Ευρώπη και στην Ασία και έχουν κοινή γλωσσική καταγωγή. Η έννοια Ι. γεννήθηκε τον 19ο αι., όταν η μελέτη του ινδουισμού οδήγησε πολλούς… … Dictionary of Greek
ΠΡΟΛΟΓΟΣ — Ο στόχος της εργασίας αυτής είναι να αποδοθούν τα κυριότερα χαρακτηριστικά της κλίσης των 4.500 βασικών ρημάτων της κοινής νεοελληνικής (χωρίς διαλεκτικά στοιχεία). Η ιδιαιτερότητα (και η χρησιμότητα) της εργασίας έγκειται, πιστεύουμε,… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής